- λιπότης
- λιπότης, -ητος, ἡ (Α) [λίπος]πάχος, παχύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπότης — fatness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπότητος — λιπότης fatness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… … Dictionary of Greek